- κοχλάζω
- κοχλάζω και χοχλάζω1. βράζω με θόρυβο, αναταράσσομαι από το βρασμό.2. φρ., «Kοχλάζω από το θυμό μου», είμαι σε βρασμό ψυχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοχλάζω — κοχλάζω, κόχλασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
κοχλάσῃ — κοχλάζω plash aor subj mid 2nd sg κοχλάζω plash aor subj act 3rd sg κοχλάζω plash fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάζον — κοχλάζω plash pres part act masc voc sg κοχλάζω plash pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάζοντα — κοχλάζω plash pres part act neut nom/voc/acc pl κοχλάζω plash pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκλακώ — κοχλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοχλάκισα τού κοχλακίζω, κατά το σχήμα ἐτίμησα: τιμῶ] … Dictionary of Greek
κοχλαζούσης — κοχλάζω plash pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάζειν — κοχλάζω plash pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάζοντας — κοχλάζω plash pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάζοντος — κοχλάζω plash pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)